- ἀθρῶ
- ἀθρέωgaze atpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀθρέωgaze atpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθρώ — ἀθρῶ ( έω) (Α) 1. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, διακρίνω 2. κατευθύνω το βλέμμα μου κάπου, βλέπω, κοιτάζω 3. εξετάζω με τον νου μου, σκέφτομαι, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τις γλώσσες του… … Dictionary of Greek
αθρήματα — ἀθρήματα, τα (Α) [ἀθρῶ] κατά τον Ησύχιο, «δῶρα πεμπόμενα παρὰ τῶν συγγενῶν ταῑς γαμουμέναις παρθένοις παρὰ Λεσβίοις» … Dictionary of Greek
αθρητικός — ἀθρητικός, ή, όν (Μ) [ἀθρῶ] ο ικανός στο να βλέπει, να παρατηρεί, παρατηρητικός, προσεχτικός … Dictionary of Greek
αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς … Dictionary of Greek
αναθρώ — ἀναθρῶ ( έω) (Α) παρατηρώ προσεκτικά, εξετάζω με ακρίβεια, μελετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άν(α) + ἀθρῶ «βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, εξετάζω νοερά»] … Dictionary of Greek
διάθρησις — ( εως), η (Α) [αθρώ] η διορατικότητα … Dictionary of Greek
επαθρώ — ἐπαθρῶ, έω (Α) αντί εισαθρώ*, βλέπω, παρατηρώ («ἠῶθεν γὰρ ἐπαθρήσαντας ἕκαστα», Απολλ. Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αθρώ «βλέπω, παρατηρώ»] … Dictionary of Greek
παραθρέω — Μ παρορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀθρῶ «βλέπω με προσοχή, κοιτάζω»] … Dictionary of Greek
περιαθρώ — έω ΜΑ 1. βλέπω γύρω με προσοχή, παρατηρώ κάτι επισταμένως («περιαθρῶν τὴν φύσιν», Πλάτ.) 2. κοιτάζω ολόγυρα («ἀνανεύσας τε καὶ περιαθρῶν ἐν κύκλῳ τὸ πλῆθος», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀθρῶ «βλέπω με προσοχή»] … Dictionary of Greek
προαθρώ — έω, Μ προβλέπω, προμαντεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀθρῶ «βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, διακρίνω»] … Dictionary of Greek